- συνορεύω
- συνόρεψα, έχω τα ίδια σύνορα: Η Ελλάδα στα βόρεια συνορεύει με τη Βουλγαρία. – Τα χωράφια μας συνορεύουν με τα δικά του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συνορεύω — βλ. πίν. 17 (μόνο στον ενεστ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συνορεύω — Ν [σύνορο] 1. έχω κοινά σύνορα με κάποιον, είμαι όμορος 2. φρ. «συνορεύουσα ζώνη» ναυτ. η διαχωριστική θαλάσσια ζώνη μεταξύ τών χωρικών και τών διεθνών υδάτων … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
αστυγειτονούμαι — ἀστυγειτονοῡμαι ( έομαι) (Α) [αστυγείτων] κατοικώ σε γειτονική περιοχή, συνορεύω … Dictionary of Greek
γειτονεύω — (AM γειτονεύω) [γείτων] 1. είμαι γείτονας κάποιου 2. συνορεύω νεοελλ. (για γυναίκα) περνάω την ώρα μου με άλλες γειτόνισσες … Dictionary of Greek
εκδέχομαι — ἐκδέχομαι (AM) 1. δέχομαι κάτι που μού προσφέρεται, παραλαμβάνω 2. αναλαμβάνω βάρος ή ευθύνη, παίρνω επάνω μου αρχ. 1. (για διάδοχο) αναλαμβάνω τη θέση άλλου, διαδέχομαι 2. (για λόγο) παίρνω τον λόγο αμέσως μετά από κάποιον άλλο 3. αναμένω,… … Dictionary of Greek
εξαρτώ — (AM ἐξαρτῶ, άω) 1. αναρτώ, κρεμώ κάτι από κάπου («τοὺς μὲν θυρεούς... ἐκ τῶν ὤμων ἐξηρτηκότες», Πολ.) 2. ακολουθώ τη βούληση ή τις διαθέσεις άλλου 3. παθ. υπάγομαι στην εξουσία, στην επίδραση άλλων (α. «σοῡ γὰρ ἐξηρτήμεθα», Ευρ. β. «εξαρτάται από … Dictionary of Greek
επίκειμαι — (AM ἐπίκειμαι) [κείμαι] 1. είμαι τοποθετημένος, βρίσκομαι πάνω σε κάτι («ἐπίκειται σῇ κεφαλῇ στέφανος», Θεόγν.) 2. (για κακό) βρίσκομαι κοντά, είμαι προσεχής, πλησιάζω, επικρέμαμαι (α. «τόν τε ἐπικείμενον κίνδυνον», Ηρωδιαν. β) «επίκειται πόλεμος … Dictionary of Greek
μεθορίζω — (ΑM) συνορεύω αρχ. εξορίζω, διώχνω, αποβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ὁρίζω] … Dictionary of Greek
ομορέω — ὁμορέω και ιων. τ. ὁμουρέω (Α) [όμορος] 1. είμαι όμορος, έχω κοινά σύνορα με κάποιον, συνορεύω, γειτνιάζω 2. (στον ιων. τ.) (για γυναίκα) πλησιάζω κάποιον με ερωτική διάθεση ή συγκατοικώ παράνομα με ερωμένο, συζώ 3. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ.… … Dictionary of Greek